νομώνης

νομώνης
νομώνης, βοιωτ. τ. νομώνας, ὁ (Α)
υπάλληλος που ενοικίαζε δημόσιους τόπους για βοσκή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρ-ώνης, τελ-ώνης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”